- εὐνήτης
- εὐν-ήτης, ου, [dialect] Dor. [suff] εὐν-άτας, ὁ,A = εὐνητήρ, E.Med.159 (lyr.), cf. Hsch.:—fem. [suff] εὐν-ήτρια, S.Tr.922 codd. (leg. -άτρια).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευνήτης — εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek
εὐνήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνήτριαν — εὐνήτης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνάτας — εὐνάτας, ὁ, θηλ. εὐνάτρια (Α) δωρ. τ. τού ευνήτης* … Dictionary of Greek